- θρόνιασμα
- το [θρονιάζω]1. ενθρόνιση2. εγκατάσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρόνιασμα — το, ατος 1. απρόσκλητη εγκατάσταση κάπου. 2. το να κάθεται κάποιος άνετα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενθρόνιση — ενθρόνιση, η και ενθρονισμός, ο 1. η εγκατάσταση σε θρόνο. 2. η αναιδής παραμονή απρόσκλητου ατόμου σε κάποιο μέρος, το θρόνιασμα (αντίθ. εκθρόνιση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)